- παίζω
- έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ.1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο.2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου.3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο καιρός παίζει. – H τιμή της λίρας παίζει. μτβ.1. ασχολούμαι με παιχνίδι: Παίζω ποδόσφαιρο κάθε Κυριακή.2. ασχολούμαι με τυχερά παιχνίδια: Παίξαμε χαρτιά την Πρωτοχρονιά.3. χειρίζομαι μουσικό όργανο: Παίζει βιολί στη Συμφωνική του Δήμου.4. εκτελώ μουσικό κομμάτι: Έπαιξε Σοπέν στο πιάνο.5. είμαι ηθοποιός, παρασταίνω κάποιο ρόλο: Στο κρατικό θέατρο θα παίξω τον Οιδίποδα.6. προβάλλω ή ανεβάζω στη σκηνή: Ο κινηματογράφος παίζει ένα καλό έργο.7. φρ., «Δεν παίζω», δεν αστειεύομαι· «Δεν είναι παίξε γέλασε», δεν είναι ασήμαντο· «Tο παίζω στα δάχτυλά μου», είναι πολύ εύκολο· «Mας παίζει τον παπά», προσπαθεί να μας γελάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.